σκαραμούτσος

σκαραμούτσος
ο, Ν
(με σκωπτική χροιά) καυχησιάρης και θρασύδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Scaramouche < ιταλ. Scaramuccia, όν. χαρακτήρα τής ιταλικής comedia dell' arte τού 17ου αιώνα που δημιούργησε ο ιταλός ηθοποιός Tiberio Fiorilli και ο οποίος επέζησε τού δημιουργού του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”